Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(ἀγγεῖον ἔχει

См. также в других словарях:

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • αστέγαστος — η, ο (AM ἀστέγαστος, ον) [στεγάζω] (για οικοδομές) αυτός που δεν έχει στέγη ή σκεπή νεοελλ. αυτός που δεν έχει στέγη, σπίτι, ο άστεγος αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει σκέπασμα («ἀστέγαστον ἀγγεῖον» «ἀστέγαστος», χωρίς κουβέρτα) 2. (για πλοίο) δίχως… …   Dictionary of Greek

  • Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Ποντιακού Ελληνισμού — Καταλαμβάνει έναν όροφο του ιδιόκτητου κτιρίου της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών (Αγνώστων Μαρτύρων 73, Νέα Σμύρνη), σωματείου που ιδρύθηκε το 1927, με σκοπό τη συλλογή, μελέτη και δημοσίευση του πνευματικού πλούτου των Ελλήνων του Εύξεινου Πόντου …   Dictionary of Greek

  • αστέγνωτος — η, ο (Α ἀστέγνωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει στεγνώσει, ο υγρός αρχ. ο ασκέπαστος («ἀστέγνωτον ἀγγεῑον»). [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. αστέγνωτος < αστερ. + στεγνώνω αρχ. αστέγνωτος < α στερ. + στεγνώ ( όω) «καλύπτω, κλείνω ερμητικά»] …   Dictionary of Greek

  • λεπτοσποριάγγειο — το βοτ. τύπος σποριαγγείου που προέρχεται από ένα αρχικό επιδερμικό κύτταρο και το τοίχωμά του έχει μονοκυτταρικό πάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptosporangium < νεολατ. leptosporangium < lepto (< λεπτ[ο] *) + sporangium… …   Dictionary of Greek

  • ουρητικός — ή, ὁ (Α οὐρητικός, ή, όν) [ουρητός] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ούρα ή στην ούρηση («ουρητικό σύστημα») αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει την τάση να ουρεί συχνά ή να ουρεί πολύ 2. αυτός που διευκολύνει ή προκαλεί έκκριση ούρων,… …   Dictionary of Greek

  • πλατύστομος — η, ο / πλατύστομος, ον, ΝΜΑ (κυρίως για αγγεία) αυτός που έχει πλατύ στόμα, ευρύ στόμιο («πλατύστομον ἀγγεῑον», Γεωπ.) νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει χρησιμοποιώντας πομπώδεις εκφράσεις, που λέει παχιά, μεγάλα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. πλατυ * + …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»